ὀξυέλαιον

English (LSJ)

τό, mixture of oil and vinegar, Gal.13.397.

Greek Monolingual

ὀξυέλαιον, τὸ (Α)
μίγμα από λάδι και ξίδι, λαδόξιδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + ἔλαιον.