ὀξυφαής

English (LSJ)

ὀξυφαές, keen-sighted, Nonn. D. 7.214, 28.303 (with v.l. ὀξυφανής).

German (Pape)

[Seite 355] ές, scharf sehend, Nonn. D. 7, 214.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠφαής: -ές, ὁ ἔχων ὅρασιν ὀξεῖαν, Νόνν. Δ. 7. 214.

Greek Monolingual

ὀξυφαής, -ές (Α)
αυτός που έχει δυνατή όραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -φαής (< φάος), πρβλ. λευκοφαής].