ὀξύφθογγος

English (LSJ)

ὀξύφθογγον, = ὀξύφωνος, Ath.14.633f, AP6.51.

German (Pape)

[Seite 355] scharf, hell tönend; μουσικὸν ὄργανον, Ath. XIV, 633 e; κύμβαλα, Ep. ad. 174 (VI, 51).

Russian (Dvoretsky)

ὀξύφθογγος: звонкий, звучный (κύμβαλα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύφθογγος: ον,= ὀξύφωνος, Ἀθήν. 633F, Ἀνθολ. Π. 6. 51.

Greek Monolingual

ὀξύφθογγος, -ον (Α)
αυτός που έχει διαπεραστικό ήχο, οξύφωνος («ὀξύφθογγον εἶναι μουσικὸν ὄργανον τὴν σαμβύκην», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + φθόγγος (πρβλ. καλλίφθογγος)].

Greek Monotonic

ὀξύφθογγος: -ον, = ὀξύφωνος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀξύ-φθογγος, ον, = ὀξύφωνος, Anth.]