ὀπισθοπόρος

English (LSJ)

ὀπισθοπόρον, following, Nonn. D. 27.255, etc.

German (Pape)

[Seite 358] hinterher gehend, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθοπόρος: -ον, ὁ ὄπισθεν πορευόμενος, Νόνν. Διον. 37. 255, κτλ.

Greek Monolingual

ὀπισθοπόρος, -ον (Α)
αυτός που πορεύεται από πίσω, αυτός που ακολουθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. πεζοπόρος.