ὀπτεύω
English (LSJ)
= ὁράω, see, Ar.Av.1061 (lyr.), A.D.Synt.290.18, Max.Tyr. 8.7; but ὀπτευσάμενοι (μόχθους) in Eust.ad D.P.195 is prob. f.l. for ὀττευσάμενοι.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ὀπτεύω: видеть, обозревать (πᾶσαν γᾶν Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
ὀπτεύω (Α)
βλέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀπτεύω έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' απόσπαση από τα ρ. σε -οπτεύω (< -οπτος ή -οπτης), πρβλ. διοπτεύω, κατοπτεύω].
Greek Monotonic
Middle Liddell
= ὁράω
to see, Ar.