ὀρθογνώμων

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, thinking or judging rightly, ψυχή Hp.Ep.17; ὀ. ἐπιμονή, transl. of 'Rebekah', Ph.1.549.

German (Pape)

[Seite 374] ον, grade, recht denkend, urteilend; Hippocr.; λόγοι, Hippodam. bei Stob. fl. 103, 26 M.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθογνώμων: ὁ ἔχων ὀρθὴν γνώμην, ὁ ὀρθῶς σκεπτόμενος ἢ κρίνων, Ἱππ. 1282. 53.

Greek Monolingual

ὀρθογνώμων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που σκέπτεται και κρίνει ορθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρογνώμων.