ὀρυζίτης

English (LSJ)

[ῑ] πλακοῦς, ὁ, rice-cake, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647d.

German (Pape)

[Seite 388] πλακοῦς, ὁ, Reiskuchen, Ath. XIV, 647 d.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρυζίτης: πλακοῦς, ὁ, πλακοῦς ἐξ ὀρύζης, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 647D.

Greek Monolingual

ὀρυζίτης, ὁ (Α)
φρ. «ὀρυζίτης πλακοῦς» — πίτα από ρύζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρυζα + επίθημα -ίτης (πρβλ. οροβίτης)].