ὀρχηστομανέω

English (LSJ)

to be dancing-mad, Id.Salt.85.

German (Pape)

[Seite 390] rasende Liebe zum Tanze, bes. zum pantomimischen haben, Luc. de salt. 85.

French (Bailly abrégé)

ὀρχηστομανῶ :
avoir la passion de la danse ou de la pantomime.
Étymologie: ὀρχηστής, μαίνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὀρχηστομᾰνέω: быть без ума от плясок или пантомим Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρχηστομᾰνέω: μανιωδῶς ἀγαπῶ τὴν ὄρχησιν, Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 85.

Greek Monotonic

ὀρχηστομᾰνέω: (μαίνομαι), αγαπώ με πάθος τον χορό, σε Λουκ.

Middle Liddell

ὀρχηστο-μᾰνέω, μαίνομαι
to be dancing-mad, Luc.