ὀφιοκτόνος

English (LSJ)

ὁ, serpent-killer, Eust.183.12: ὀφιοκτόνον, τό = ἐλαφόβοσκον, Ps.-Dsc.3.69.

German (Pape)

[Seite 426] Schlangen tödtend, Schol. Ar. Thesm. 1745.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφιοκτόνος: ὁ, ὁ φονεύων ὄφεις, Εὐστ. 183, 13.

Greek Monolingual

ὀφιοκτόνος, -ον (ΑΜ)
αυτός που σκοτώνει τα φίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδοκτόνος.