ὀψίτυχος

English (LSJ)

ὀψίτυχον, successful after long delay, Hdn.Gr.2.932, Anub. in Cat.Cod.Astr.2.209.28, Paul.Al.M.3, Man.5.71; ὀ. εἶ· μὴ ἀγωνία Astramps.Orac.15.8.

German (Pape)

[Seite 433] spät erlangt, πίστις, Maneth. 5, 71.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψίτῠχος: -ον, ὁ ἀργὰ κτηθείς, Μανέθων 5. 71, ἀλλ’ ἐν χρήσει πολλῷ πρότερον, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Ἡρῳδιανοῦ π. μον. λέξ. 26. 5.

Greek Monolingual

ὀψίτυχος, -ον (Α)
επιτυχής μετά από πολύ χρόνο καθυστερημένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + -τυχος (< τύχη)].