ὀψιότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ, lateness, opp. πρωϊότης, Thphr. CP 4.11.9.

German (Pape)

[Seite 433] ητος, ἡ, Verspätung, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψῐότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. τοῦ ὄψιος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρωϊότης, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 11, 9.

Greek Monolingual

ὀψιότης, ἡ (Α) όψιος
αργοπορία, βραδύτητα.