ὀψοποιία

English (LSJ)

ἡ, cookery, esp. fine cookery, culinary art X.Mem.3.14.5, Pl. Grg.462d; ὁ τὴν ὀψοποιίαν συγγεγραφὼς τὴν Σικελικήν who wrote the Sicilian cookery-book, ib.518b.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψοποιία: ἡ, μαγειρική, μάλισταἔντεχνος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 5, Πλάτ. Γοργ. 462D· ὁ τὴν ὀψ. συγγεγραφὼς Σικελικήν, ὅστις ἔγραψε τὸ περὶ Σικελικῆς μαγειρικῆς βιβλίον, αὐτόθι 518Β, πρβλ. Ἀθήν. 112D.

Greek Monolingual

ὀψοποιία, ἡ (Α) οψοποιός
1. έντεχνη μαγειρική
2. βιβλίο σχετικά με την έντεχνη μαγειρική.

Greek Monotonic

ὀψοποιία: ἡ, μαγειρική, ιδίως η υψηλή μαγειρική, σε Ξεν., Πλάτ.

Middle Liddell

ὀψοποιία, ἡ, [from ὀψοποιός
cookery, esp. fine cookery, Xen., Plat.