ὁδηγητικός

English (LSJ)

ὁδηγητική, ὁδηγητικόν, fitted for guiding, Suid., Eust. 1441.12.

German (Pape)

[Seite 292] anleitend, belehrend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδηγητικός: -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς ὅπως ὁδηγῇ, Σουΐδ., Εὐστάθ. 1441. 12.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὁδηγητικός, -ή, -όν) οδηγώ
ικανός ή κατάλληλος να δίνει συμβουλές, καθοδηγητικός («ὁδηγητικὴ ὁμιλία», Ευστ.).