ὁλάργυρος
English (LSJ)
ὁλάργυρον, of solid silver, Ptol.Euerg.9 J., Callix.2; νόμισμα Ph.2.276.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ὁλάργῠρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὅλος ἐξ ἀργύρου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 199C.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁλάργυρος, -ον, Α και ὁλοάργυρος, -ον)
αυτός που είναι ολόκληρος κατασκευασμένος από άργυρο, ασημένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + ἄργυρος].