ὁλόκυρος

English (LSJ)

ἡ, Pontic for χαμαίπιτυς, Dsc.3.158, Apollod. ap. Ath.15.681d (ὁλόκληρος is f.l. in Paul.Aeg.5.46, ὁλόπυρος in Orib.12 s.v. χαμαίπιτυς).

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόκυρος: ἡ, οὕτως ἐκαλεῖτο ἐν Πόντῳ ἡ χαμαίπιτυς, Διοσκ. 3. 175, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 681D.

Greek Monolingual

ὁλόκυρος, ἡ (Α)
στον Πόντο) το φυτό χαμαίπιτυς.