ὁλόπυρος

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόπῡρος Medium diacritics: ὁλόπυρος Low diacritics: ολόπυρος Capitals: ΟΛΟΠΥΡΟΣ
Transliteration A: holópyros Transliteration B: holopyros Transliteration C: olopyros Beta Code: o(lo/puros

English (LSJ)

ὁλόπυρον,
A of unground wheat, esp. of wheat boiled whole, later word for πύανος, Heliod.Hist.3.
II v. ὁλόκυρος.

German (Pape)

[Seite 326] von ganzem, nicht zerschrotenem Waizen, bes. ganz gekochtem Waizen, nach Ath. IX, 406 c neuerer Ausdruck für das alte πύανος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόπῡρος: -ον, ὁ ἐξ ὁλοκλήρου καὶ ἀκοπανίστου σίτου συνιστάμενος, μάλιστα ἐκ σίτου βεβρασμένου ὁλοκλήρου, «τῆς τῶν πυρῶν ἑψήσεως ἐπινοηθείσης, οἱ μὲν παλαιοὶ πύανον, οἱ δὲ νῦν ὁλόπυρον προσαγορεύουσι» Ἡλιόδ. παρ’ Ἀθην. 406C.

Greek Monolingual

(I)
ὁλόπυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει παρασκευαστεί από σιτάρι που δεν έχει αλεστεί ή κοπανιστεί, αλλά έχει βραστεί ολόκληρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. λευκόπυρος)].
(II)
ὁλόπυρος, -ον (Μ)
αυτός που περιβάλλεται από τη φωτιά ή είναι ολόκληρος από φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + πῦρ, πυρός (πρβλ. ημίπυρος)].