ὁμηγυρής
English (LSJ)
Dor. ὁμαγυρής, ές, v.l. for ὁμηγερής in Il.1.57,7.415, Pi.P.11.8.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
ὁμηγῠρής: дор. ὀμᾱγῠρής 2 Pind. = ὁμηγερής.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμηγῠρής: Δωρ. ὁμᾱγυρής, ές, (ἄγυρις) = τῷ προηγ., Πινδ. Π. 11. 14.
Greek Monotonic
ὁμηγῠρής: Δωρ. ὁμ-ᾱγῠρής, -ές (ἄγυρις), = το προηγ., σε Πίνδ.