ὁμοιόρροπος

English (LSJ)

ὁμοιόρροπον, of a like tendency, γυμνάσιον Gal.6.145.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιόρροπος: -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν ῥοπήν, ἰσόρροπος, Γαλην. τ. 6, σ. 86F.

Greek Monolingual

ὁμοιόρροπος, -ον (Α)
αυτός που έχει όμοια ροπή, ισόρροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -ρροπος (< ροπή), πρβλ. ισόρροπος].