coined by Id. s.v. Ἄβιοι.
[Seite 340] mit gleichem Bogen, St. B.
ὁμότοξος, -ον (Α)αυτός που έχει όμοιο τόξο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + τόξον (πρβλ. μεγαλότοξος)].