ὁρατήρ

English (LSJ)

ὁρατῆρος, ὁ, = ὁρατής (beholder), Hsch. s.v. ὀπτήρ.

German (Pape)

[Seite 367] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Hesych.

Greek Monolingual

ὁρατήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
ορατής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὁρα- του ὁρῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. οπτήρ)].