ὄφλησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, penalty, LXX Ba.3.8; = ὄφλημα, Phot., Suid.; = χρεώστησις, Hsch.

German (Pape)

[Seite 426] ἡ, das Schulden, die Schuld, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ὄφλησις: ἡ, «χρέος, ὀφειλή», Σουίδ.· - παρ’ Ἡσυχ. = χρεώστησις.