ὑγροβαφής

English (LSJ)

ὑγροβαφές, dipped in the wet, wetted, Nonn. D. 8.142, 23.183.

German (Pape)

[Seite 1171] ές, ins Nasse getaucht, vom Wasser benetzt, Nonn. D. 8, 142.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγροβᾰφής: -ές, βεβαμμένος (βουτημένος) ἐν τῷ ὑγρῷ, ἐν τῷ ὕδατι, Νόνν. Δ. 8. 142., 23. 183.

Greek Monolingual

-ές / ὑγροβαφής, -ές, ΝΑ
βουτηγμένος σε υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. ψυχροβαφής].