ὑετηρία

English (LSJ)

ἡ, rainfall, rainy weather, Cat.Cod.Astr.1.132.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βροχερός καιρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑετός + επίθημα -τηρία (πρβλ. βακτηρία)].