ὑλιστήρ

English (LSJ)

[ῡ], -ῆρος, ὁ, (ὑλίζω) filter, colander, Dsc.2.101, Ath.Med. ap.Orib.5.5.1, PLond.2.191.15 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1177] ῆρος, ὁ, der Durchseiher, das Gefäß oder Tuch zum Durchseihen, Poll. 6, 19, = τρύγοιπος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλιστήρ: ῆρος, ὁ, (ὑλίζω) διυλιστήριον, «στραγιστῆρι», Διοσκ. 2. 123, Ὀρειβάσ. σ. 54 ἔκδ. Matth. - Κατὰ τὸν Φρύνιχ. (σ. 303 Lob.): «ὑλιστήρ: τρύγοιπον τοῦτο καλοῦσιν οἱ δοκίμως διαλεγόμενοι».

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
το στραγγιστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κομιστήρ)].