ὑπέρειμι

English (LSJ)

(εἰμί sum) to be superior, Lyd.Mens.2.6, EM664.20.

German (Pape)

[Seite 1194] (s. εἶμι), darüber weggehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρειμι: (εἰμί, sum) εἶμαι ἀνώτερος, ὑπερέχω, Ψευδοδιονύσ. 865, 953C, 481, Ἰω. Λυδ. περὶ Μην. 3, τὸ Ὁμηρικόν: περὶ μὲν βουλῇ Δαναῶν, περὶ δ’ ἐστὲ μάχεσθαι, ὁ Μέγ. Ἐτυμολ. 664, 20 ἑρμηνεύει: «ὑπέρεστε μὲν ἐν τῷ βουλεύειν καὶ περίεστε ἐν τῇ μάχῃ».

Greek Monolingual

ΜΑ
υπερέχω, υπερτερώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + εἰμί].