ὑπατμίζω

English (LSJ)

vaporize, inhale, Dsc.3.25, 5.11,13, al. (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1184] unterhalten und räuchern, Diosc.

Greek Monolingual

Α
αρχ.
1. θερμαίνομαι από κάτω έτσι ώστε να αναδίδω ατμούς·2. ατμοποιούμαι, εξατμίζομαι
3. (το παθ.) ὑπατμίζομαι
δέχομαι από κάτω ατμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἀτμίζω (< ἀτμός)].