ὑπεκθέσιμος

English (LSJ)

ὑπεκθέσιμον, of merchandise, deposited for re-exportation, GDI5040.25 (Crete, written ὑπεχθέσιμος); cf. ὑπεκτίθεμαι II.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκθέσιμος: -ον, ἐπὶ ἐμπορευμάτων, κατατεθειμένος πρὸς ἐξαγωγὴν πάλιν, Ἐπιγραφ. Κρητ. ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 2556. 25, ἔνθα φέρεται ὑπεχθέσιμος· πρβλ. ὑπεκτίθεμαι ΙΙ, καὶ ἴδε Böckh σ. 414.

Greek Monolingual

και κρητ. τ. ὑπεχθέσιμος, -ον, Α
(για εμπόρευμα) αυτός που τοποθετείται κάπου για να εξαχθεί πάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υπεκθε- του ὑπεκτίθεμαι (πρβλ. μτχ. αορ. ὑπεκθέ-μενος) + κατάλ. -σιμος (πρβλ. ἰάσιμος)].