ὑπεκτίθεμαι
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
Med.,
A bring one's property to a place of safety, of persons or things which one removes from the dangers of war, ἔστ' ἂν αὐτοὶ τέκνα τε καὶ τοὺς οἰκέτας ὑπεκθέωνται Hdt.8.4, cf. 41, Th.1.89; ἐκ χερῶν κλέψασ' Ὀρέστην τῶν ἐμῶν ὑπεξέθου S.El.297; ὃν ἔξω δωμάτων ὑπεξέθου E.Andr.69; ὑπεκθέμενοι παιδας ἐς Σαλαμῖνα Lys.2.34; ὑ. τὰ χρήματα X.Cyr.6.1.26; τοῖς ὑπεκτεθημένοις (sic) τὰ βοσκήματα διὰ τὸν πόλεμον BCH54.269 (Rhamnus, iii B. C.); pueros ὑπεκθέμενος in Graeciam, Cic.Att.7.17.4, cf. OGI437.64 (Pergam., i B. C.):—Pass., ὑπεκτιθέμενοι ἔξω τῆς χώρης οἱ παῖδες.. ἥλωσαν Hdt.5.65.
II deposit for re-exportation, εἰ δέ τί κα.. ὑπέχθηται (Cret. for ὑπέκ-θηται) GDI5040.21; cf. ὑπεκθέσιμος.
III Act. -τίθημι, expose a new-born child, Lib.Decl.34.14: in Med. simply, bring forth, γεννᾶν καὶ ὑ. τὸν τόκον Jul.Or.4.145a.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκτίθεμαι: μέσ., φέρω τὰ ὑπάρχοντά μου καὶ βάλλω αὐτὰ εἰς τόπον ἀσφαλῆ, φέρω αὐτὰ μακρὰν τοῦ κινδύνου, ἐπὶ προσώπων ἢ πραγμάτων μεθ’ ὧν τις ἐκφεύγει τοὺς κινδύνους τοῦ πολέμου, ἀπομακρύνω, ἔστ’ ἂν τέκνα τε καὶ τοὺς οἰκέτας ὑπεκθέωνται Ἡρόδ. 8.4, πρβλ. 41, Θουκ. 1. 89· ἐκ χερῶν κλέψασ’ Ὀρέστην τῶν ἐμῶν ὑπεξέθου Σοφ. Ἠλ. 297· ὃν ἔξω δωμάτων ὑπεξέθου Εὐρ. Ἀνδρ. 69· ὑπεκθέσθαι παῖδας ἐς Σαλαμῖνα Λυσί. 194. 1· ὑπ. τὰ χρήματα Ξεν. Κύρ. 6. 1. 26. ― Παθ., ὡς τὸ ὑπέκκειμαι, μεταφέρομαι εἰς τόπον ἀσφαλῆ, Ἡρόδ. 5. 65. ΙΙ. καταθέτω εἰς ἀποθήκην ὅπως ἐκ νέου ἐξαγάγω, εἰ δὲ τί κα... ὑπέχθηται (Κρητ. ὑπέκ-θηται) Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 22, πρβλ. ὑπεκθέσιμος.
Greek Monolingual
και σπάν. ενεργ. τ. ὑπεκτίθημι Α ἐκτίθεμαι
1. (για πρόσ. ή πράγμ.) μεταφέρω σε ασφαλή τόπο, φυγαδεύω, απομακρύνω από κίνδυνο (α. «ἔστ' ἂν τέκνα τε καὶ τοὺς οἰκέτας ὑπεκθέωνται», Ηρόδ.
β. «ἔλεγεν ὡς ὑπεκτίθοιτο ἤδη τὰ χρήματα», Ξεν.)
2. βάζω κάτι σε αποθήκη με σκοπό να το ξαναβγάλω
3. γεννώ
4. ενεργ. (σχετικά με νεογέννητο) εγκαταλείπω έκθετο.
Greek Monotonic
ὑπεκτίθεμαι: αόρ. βʹ -εκθέμην, Μέσ. φέρνω, οδηγώ τα υπάρχοντά μου σε μέρος ασφαλές, τα απομακρύνω από τον κίνδυνο, ἔστ' ἂν τέκνα ὑπεκθέωνται (γʹ πληθ. υποτ. αόρ. βʹ), σε Ηρόδ.· ομοίως και σε Αττ. — Παθ., μεταφέρομαι, οδηγούμαι σε μέρος ασφαλές, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
aor2 -εκθέμην
Mid. to bring one's goods to a place of safety, carry safely away, ἔστ' ἂν τέκνα ὑπεκθέωνται (3rd pl. aor2 subj.) Hdt.; so in Attic:— Pass. to be carried out to a place of safety, Hdt.