ὑπεκπίπτω
English (LSJ)
A miss, τοῦ καιροῦ J.AJ 16.11.5 (dub. l.).
2 prolapse, cj. in Sor.1.12.
Greek Monolingual
Α
1. αποτυγχάνω, αστοχώ, χάνω («ὑπεκπίπτω τοῦ καιροῦ», Ιώσ.)
2. (για όργανο του σώματος) παθαίνω πρόπτωση, μετατοπίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκπίπτω «χάνω, πέφτω έξω, παρεκκλίνω, αποτυγχάνω»].