ὑπεξαείρω

English (LSJ)

lift up, ὑπὲκ ποδὸς ἴχνος ἀεῖραι Opp.H.2.5.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεξαείρω: ἐξαίρω, ὑψώνω κάτωθεν, ὑπὲκ ποδὸς ἴχνος ἀεῖραι Ὀππ. Ἁλ. 2. 5.

Greek Monolingual

Α
ανυψώνω, σηκώνω («ὑπὲκ ποδὸς ἴχνος ἀεῖραι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξαείρω, ιων. τ. του ἐξαίρω.