ὑπεξαλέασθαι
English (LSJ)
aor. 1 inf. of ὑπεξαλέομαι, flee out from under, avoid, c. acc., Il.15.180.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεξᾰλέασθαι: ἀπαρέμφ. ἀόρ. α΄ τοῦ ὑπεξᾰλέομαι, ἀποθ., ἐκφεύγω κάτωθέν τινος, ἀποφεύγω, μετ’ αἰτ., Ἰλ. Ο. 180.
Greek Monotonic
ὑπεξᾰλέασθαι: απαρ. αόρ. αʹ του ὑπεξᾰλέομαι, αποθ., ξεφεύγω κάτω από, από κάτω, αποφεύγω, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.