ὑπεξαλέομαι

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source

German (Pape)

[Seite 1187] heimlich herausfliehen und vermeiden, nur aor., σὲ δ' ὑπεξαλέασθαι ἀνώγει χεῖρας Il. 15, 180.

French (Bailly abrégé)

inf. ao. ὑπεξαλέασθαι;
se soustraire à, esquiver, acc..
Étymologie: ὑπό, ἐξ, ἀλέομαι.

English (Autenrieth)

aor. inf. ὑπεξαλέασθαι: avoid, shun, Il. 15.180†.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.) ξεφεύγω, αποφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξαλέομαι «φυλάγομαι, ξεφεύγω από κάποιον»].

Russian (Dvoretsky)

ὑπεξᾰλέομαι: (только inf. aor. ὑπεξαλέασθαι) уклоняться, избегать (τι Hom.).

Middle Liddell

aor inf act ὑπ-εξᾰλέασθαι Hes. ὑπ-εξᾰλύσκω
Dep. to flee out from under, avoid, c. acc., Il., Hes.