ὑπερβριθής

English (LSJ)

ὑπερβριθές, = ὑπερβαρής, ἄχθος S.Aj.951.

German (Pape)

[Seite 1193] ές, poet. = ὑπερβαρής, überlastet, überschwer, Soph. Ai. 931, ἄχθος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'un poids excessif.
Étymologie: ὑπέρ, βρῖθος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερβρῑθής: непомерно тяжелый (ἄχθος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβρῑθής: -ές, γεν. έος, = ὑπερβαρής, Σοφ. Αἴ. 951.

Greek Monolingual

-ές, Α
βαρυφορτωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -βριθής (< βρῖθος < βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. ἐπιβριθής].

Greek Monotonic

ὑπερβρῑθής: -ές (βρῖθος), γεν. -έος, = ὑπερβαρής, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὑπερ-βρῑθής, ές βρῖθος = ὑπερβαρής, Soph.]