ὑπεργέλοιος

English (LSJ)

ὑπεργέλοιον, above measure ridiculous, D.19.211.

German (Pape)

[Seite 1193] über die Maaßen lächerlich, Dem. 19, 211.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
par trop ridicule ou risible.
Étymologie: ὑπέρ, γέλοιος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεργέλοιος: необыкновенно смешной, смехотворный (τὸ πρᾶγμα Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεργέλοιος: -ον, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν γελοῖος, Δημ. 406 ἐν τέλ.

Greek Monolingual

-ον, Α γελοῖος
τελείως γελοίος.

Greek Monotonic

ὑπεργέλοιος: -ον, υπέρμετρα γελοίος, σε Δημ.

Middle Liddell

ὑπερ-γέλοιος, ον,
above measure ridiculous, Dem.

English (Woodhouse)

supremely ridiculous