ὑπερκαχλάζω

English (LSJ)

run bubbling or boiling over, Luc.DMar.11.2; ἐμβόλου Philostr.Jun.Im.11.

German (Pape)

[Seite 1197] übersprudeln, kochend überlaufen, darüberweg sprudeln, Luc. Mar. D. 11, 2 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

s'échapper ou déborder en bouillonnant.
Étymologie: ὑπέρ, καχλάζω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερκαχλάζω: вскипать, бурлить: ὑπερκαχλάσαι ποιεῖν τι Luc. заставить закипеть что-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκαχλάζω: ὑπερμέτρως καχλάζω, ὑπερεκχειλίζω, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 11. 2· τινός, Φιλόστρ. Νεωτ. Εἰκόνες ιβ΄, 27.

Greek Monolingual

Α
κάνω πολλές φυσαλίδες, κοχλάζω πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καχλάζω «βράζω έντονα, κοχλάζω»].

Greek Monotonic

ὑπερκαχλάζω: μέλ. -σω, ξεχειλίζω, χύνομαι κάνοντας φυσαλίδες, κοχλάζω υπερβολικά, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. σω
to run bubbling over, Luc.