ὑπογογγύζω

English (LSJ)

murmur or mutter to oneself, Sch.D.19.197, Dosith. p.430 K.

German (Pape)

[Seite 1213] ein wenig murmeln, in den Bart brummen, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπογογγύζω: γογγύζω σιγανά, κρυφομουρμουρίζω, Σχόλ. εἰς Δημ. 403, 2, Νείλ. Ἐπιστ. σ. 382, Εὐστ. Πονημάτ. 332, 50.

Greek Monolingual

ΜΑ
σιγομουρμουρίζω, μονολογώ με παράπονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + γογγύζω «μουρμουρίζω»].