ὑποδειμαίνω
English (LSJ)
= ὑποδείδω, stand in secret awe of, τὸν [νόμον] Hdt.7.104, cf. Plu.2.986d.
German (Pape)
[Seite 1214] sich ein wenig wovor fürchten, τί, Her. 7, 104.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ὑποδειμαίνω: немного пугаться, побаиваться (τι Her., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδειμαίνω: ὑποδείδω, κρυφίως φοβοῦμαί τινα, τὸν νόμον Ἡρόδ. 7. 104· μετ’ ἀπαρ., Πλούτ. 2. 986D. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 64.
Greek Monolingual
Α
φοβάμαι χωρίς να το δείχνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δειμαίνω «φοβάμαι»].