ὑποδωριστί
English (LSJ)
Adv., in the hypo-Dorian mode, Arist. Pr. 920a8, 922b10.
German (Pape)
[Seite 1217] adv., die vorige Tonart; Arist. probl. 19, 48; Music.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. μουσ. κατά την υποδώρια αρμονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποδώριος + επιρρμ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. δωριστί)].
Russian (Dvoretsky)
ὑποδωριστί: adv. гиподорически, на полудорический лад (ᾄδειν Arst.).