ὑποκρατηρίδιον

English (LSJ)

v. ὑποκρατήριον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
support d'un petit cratère.
Étymologie: ὑπό, κρατήρ.

Greek Monotonic

ὑποκρᾱτηρίδιον: Ιων. ὑποκρητ-, τό, βάση πάνω στην οποία τοποθετείται ο κρατήρ, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκρᾱτηρίδιον: ион. ὑποκρητηρίδιον τό подставка для чаши, подчашник Her.

Middle Liddell

the stand of a κρατήρ, Hdt.