ὑπολιπής

English (LSJ)

ὑπολιπές,
A left remaining, Thphr. HP 3.13.2, Theopomp.Hist. 101, Clearch.25.
II deficient, Brut.Ep.20: τὸ ὑ. the deficit, prob. in Supp.Epigr.2.580.15 (Teos, ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1224] ές, übrig gelassen, geblieben, übrig, Plut. Marc. 22.

Russian (Dvoretsky)

ὑπολῐπής: Plut. = ὑπόλοιπος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολῐπής: -ές, ὑπόλοιπος, Θεοφρ. περὶ Φύτ. Ἱστ. 3. 13. 2. Θεόπομπ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 120. 22, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256D.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που μένει ως υπόλοιπο
αρχ.
1. ελλιπής, ανεπαρκής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπολιπές
έλλειμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -λιπής (< λείπω), πρβλ. περιλιπής].