ὑπομνηματιστής

English (LSJ)

ὑπομνηματιστοῦ, ὁ,
A commentator, τοῦ Ἱπποκράτους Steph.in Hp. 2.458 D.
2 = ὁ ὑπόμνημα λέγων, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1226] ὁ, der eine Denkschrift od. Erklärung schreibt, Hesych. u. Eust. – In Alexandria eine obrigkeitliche Person, Strab. XVII.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπομνημᾰτιστής: -οῦ, ὁ, ἑρμηνευτής, σχολιαστής, Εὐστ. Πονημάτ. 61. 4, κλπ.

Greek Monolingual

ο / ὑπομνηματιστής, ΝΜΑ ὑπομνηματίζω, -ομαι]]
συντάκτης ερμηνευτικών σημειώσεων, σχολιαστής
μσν.-αρχ.
στενογράφος
αρχ.
1. αυτός που δηλώνει κάτι δημοσίως
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑπόμνημα λέγων».