ὑποφαρμάσσω

English (LSJ)

Att. ὑποφαρμάττω, spice, drug, adulterate, (οἶνον) Plu.2.614b, cf. 672b.

French (Bailly abrégé)

mêler des drogues, travailler, altérer.
Étymologie: ὑπό, φαρμάσσω.

German (Pape)

att. ὑποφαρμάττω, ein wenig mit Arzneien od. Gewürzen vermischen, verfälschen, οἶνον Plut. Symp. 1.1.4, vgl. 4.6 E.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφαρμάσσω: атт. ὑποφαρμάττω приправлять, сдабривать (τὸν ἄκρατον Plut.): ὑ. τὴν (τοῦ μελιτείου) γλυκύτητα ῥίζαις Plut. приправлять сладкий мед кореньями.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφαρμάσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω, παρασκευάζω ἢ ἀναμιγνύω ὀλίγον μὲ φάρμακα ἢ ἀρώματα, νοθεύω ὀλίγον, οἶνον Πλούτ. 2. 614Β, πρβλ. 672Β.

Greek Monolingual

και ὑποφαρμάττω Α
ανακατεύω κάτι με φάρμακα ή με αρωματικές ουσίες («Ἑλένην ὑποφαρμάττουσαν τὸ ἄκρατον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + φαρμάσσω «χρησιμοποιώ φάρμακα, θεραπεύω ή φαρμακώνω» (< φάρμακον)].