ὑφόρμισις

English (LSJ)

-εως, ἡ, harbour, anchorage, AP7.699.

German (Pape)

ἡ, das Einlaufen eines Schiffes in den Hafen, und Platz zum Einlaufen des Schiffes, Hafen, Bucht, Ep.adesp. 396 (VII.699).

Russian (Dvoretsky)

ὑφόρμισις: εως ἡ якорная стоянка, пристань Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφόρμῑσις: ἡ, λιμήν, τόπος πρὸς ἀγκυροβολίαν, οὐ γάρ σοι σκεπανή τις ὑφόρμησις Ἀνθ. Π. 7. 699.

Greek Monolingual

-ίσεως, ἡ, Α ὑφορμίζω
1. προσόρμιση πλοίου
2. (κυρίως) όρμος, λιμάνι.

Greek Monotonic

ὑφόρμῐσις: ἡ, = το επόμ., σε Ανθ.