Ὕσπορος
English (LSJ)
ὁ, Swineford, name of a river, Nonn. D. 26.168; cf. Βόσπορος.
Greek (Liddell-Scott)
Ὕσπορος: ὁ πόρος χοίρων, ὄνομα ποταμοῦ, Νόνν. Δ. 26. 168· πρβλ. βόσπορος.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
(ως ονομασία ποταμού) πέρασμα χοίρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. ανατολικής προέλευσης, σχηματισμένη κατ' επίδραση του Βόσπορος.