ὠχραίνω

English (LSJ)

A make pale or make wan, Orph.A.1308:—Pass., to become pale, Sor.2.45; opp. ἐρυθραίνομαι, S.E.M.7.193, cf. Max.Tyr.34.2.
II intrans., to be pale or become pale, Nic.Th.254.

Greek (Liddell-Scott)

ὠχραίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, ποιῶ τι ὠχρόν, Ὀρφ. Ἀργον. 1305. -Παθ., γίνομαι ὠχρός, ἀντίθετον τῷ ἐρυθραίνομαι, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 193. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι ἢ γίνομαι ὠχρός, Νικ. Θηρ. 254.

Greek Monolingual

ὠχραίνω ΝΑ ὠχρός
1. καθιστώ κάτι ωχρό, κίτρινο
2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι ωχρός.

German (Pape)

1 blaß, bleich machen; δέος ὤχρηνε παρειάς Orph. Arg. 1307; pass. ὠχραίνονται ἢ ἐρυθαίνονται S.Emp. adv.log. 1.193.
2 intr., blaß, bleich werden, erblassen, blaß, bleich sein, Nic. Th. 254, Al. 438.