ῥίζωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, taking root, Thphr. CP 2.12.5, 8.1.3; ῥ. λαμβάνειν Plu.Publ.8: metaph., of the formation of the embryo, ὀμφαλὸς -ώσιος ἀρχά Philol.13; ἡ τῶν γεννωμένων ῥ. Plu.Lyc.14; origin of veins and arteries, Hp.Alim.31.

German (Pape)

[Seite 843] 1) das Einwurzelnlassen, Befestigen. – 2) intrans., das Wurzeln, Wurzelschlagen, Theophr. Auch τῶν γεννωμένων, vom Menschen, Plut. Lyc. 14.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de pousser des racines, de prendre racine.
Étymologie: ῥιζόω.

Russian (Dvoretsky)

ῥίζωσις: εως ἡ пускание корней: ἡ τῶν γεννωμένων ῥ. Plut. развитие зародышей.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίζωσις: -εως, ἡ, (ῥιζόω) τὸ ῥιζοῦσθαι, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 12, 5, Πλούτ. 2. 227D· μεταφορ., ἡ τῶν γεννωμένων ῥίζωσις, ἐπὶ τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ ἐμβρύου, Πλουτ. Λυκοῦργ. 14, Ποπλικ. 8.

Greek Monotonic

ῥίζωσις: -εως, ἡ, ρίζωμα, ριζοβόλημα· μεταφ., έναρξη, ξεκίνημα της ζωής, ἡ τῶν γεννωμένων ῥίζωσις, λέγεται για τον σχηματισμό του εμβρύου, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ῥίζωσις, εως,
a taking root, beginning life, Plut.