ῥικνώδης

English (LSJ)

ῥικνῶδες, shrivelled-looking, of gooseflesh, Hp.Epid.6.3.14; of a person, γήραϊ ῥ. AP5.272 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 843] ες, krumm, schrumpflig von Art, Ansehen, Hippocr.; γήραϊ, Agath. 13 (V, 273); auch Dionysus, Hymn. (IX, 524, 18).

Russian (Dvoretsky)

ῥικνώδης:
1 съежившийся, сморщенный (γήραϊ Anth.);
2 извивающийся в пляске (Διόνυσος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥικνώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων ῥικνότητα, ῥικνός, Ἱππ. 1175Η· - πρβλ. ῥικνόομαι ΙΙ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α ῥικνός
αυτός που παρουσιάζει ρικνότητα, συρρικνωμένος, ζαρωμένος.