ρικνότητα

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

η / ῥικνότης, -ητος, ΝΑ ῥικνός
ύπαρξη ρυτίδων, ρυτίδωση, ζάρωμα, σούφρωμα
αρχ.
η καμπυλότητα.