ῥινηλατέω

English (LSJ)

track by scent, ἴχνος κακῶν ῥ. A.Ag.1185, cf. S.Ichn.88, Ph.1.628, Longus 2.13.

German (Pape)

[Seite 844] durch die Nase od. den Geruch spüren, wittern, eigentlich vom Hunde, Poll. 2, 74. – Übh. aufsuchen, forschen, spähen, ἴχνος κακῶν Aesch. Spt. 1158.

French (Bailly abrégé)

ῥινηλατῶ :
suivre en flairant la piste.
Étymologie: ῥίς, ἐλαύνω.

Russian (Dvoretsky)

ῥῑνηλᾰτέω: разнюхивать, выслеживать (ἴχνος τινός Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑνηλᾰτέω: ἰχνηλατῶ διὰ τῆς ῥινός, διὰ τῆς ὀσφρήσεως, ἴχνος κακῶν ῥ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1185· ῥ. ἐκ τῆς ὀδμῆς Κλήμ. Ἀλ. 210, πρβλ. Φίλωνα 1. 628, κτλ.

Greek Monotonic

ῥῑνηλᾰτέω: μέλ. -ήσω, ιχνηλατώ, βρίσκω τα ίχνη μέσω της όσφρησης, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ῥῑνηλᾰτέω, fut. -ήσω
to track by scent, Aesch. [from ῥῑνηλάτης]