ιχνηλατώ

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

(AM ἰχνηλατῶ, -έω) ιχνηλάτης
αναζητώ τα ίχνη κάποιου, ανιχνεύω, αναζητώ με επιμονή, επιδιώκω τη σύλληψη κάποιου παρακολουθώντας τα ίχνη του.