ιχνηλατώ

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

(AM ἰχνηλατῶ, -έω) ιχνηλάτης
αναζητώ τα ίχνη κάποιου, ανιχνεύω, αναζητώ με επιμονή, επιδιώκω τη σύλληψη κάποιου παρακολουθώντας τα ίχνη του.